συναιχμάλωτος

συναιχμάλωτος
соузник, заключенный вместе.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συναιχμάλωτος" в других словарях:

  • συναιχμάλωτος — fellow prisoner masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμάλωτος — ο, θηλ. συναιχμαλωτίς, ίδος, Α ο επίσης αιχμάλωτος, αυτός που έχει συλληφθεί και κρατείται μαζί με άλλους …   Dictionary of Greek

  • συναιχμάλωτον — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem acc sg συναιχμάλωτος fellow prisoner neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλώτοις — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλώτου — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλώτους — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλώτων — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμάλωτοι — συναιχμάλωτος fellow prisoner masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτίς — ίδος, ἡ, Α βλ. συναιχμάλωτος …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՐԵԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0548 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. συναιχμαλώτος concaptivus Ընկեր գերութեան, եւ վշտաց. չարչարակից. *Ազգականաց իմոց, եւ գերեկցաց. Հռ. ՟Ժ՟Զ. 7: *Լինիցիս նոցին գերեկից. Ոսկ. ՟ա. տիմ. ՟Ժ՟Դ: *Գերեկից իւր լեալ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»